Είναι καλοκαίρι του 1966 και ο νεαρός, τότε, αλλά και εμφανώς ταλαντούχος, Eric Clapton αφήνει στα…κρύα του λουτρού το βρετανικό συγκρότημα που έπαιζε εκείνη την εποχή, τους John Mayall & the Bluesbreakers για να πάει διακοπές στην Ελλάδα. Κι ενώ αναζητείται απεγνωσμένα ο προσωρινός αντικαταστάτης του κάποιοι συστήνουν στον Mayall έναν νέο, άγνωστο κιθαρίστα, και μάλιστα ως καλύτερο από τον Clapton…«Καλύτερος απ’ τον Eric; Είναι γελοίο αυτό που μού λες.» απάντησε εκείνος για να πάρει την παρακάτω προφητική απάντηση: «Ίσως όχι τώρα αλλά σε δύο χρόνια για γίνει…». Ο νεαρός αυτός έμελλε να εξελιχθεί σε έναν από τους κορυφαίους μπλουζ ροκ κιθαρίστες όλων των εποχών! Ήταν ο θρυλικός Peter Green, που έφυγε χθες από τη ζωή, σε ηλικία 73 ετών, έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη αντιθέσεις, ανατροπές και δύσκολες προσωπικές μάχες.

Είναι πολλοί αυτοί που αναρωτιούνται αν o Peter Green θα ξεπερνούσε, πράγματι, τον Eric Clapton, εάν δεν είχε αποσπαστεί από τις εξαρτήσεις και τα σοβαρότατα, χρόνια ψυχικά προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε εξαιτίας τους. Ο Clapton, πάντως, παραδεχόταν, πως έβρισε στο παίξιμό του κάτι μοναδικό, που δεν το συναντούσε σε κανέναν άλλον ενώ πολλοί μεταγενέστεροι σπουδαίοι μουσικοί, μεταξύ των οποίων και ο Carlos Santana, έχουν δηλώσει πως επηρεάστηκαν βαθιά από κείνον. Για τους καλά γνωρίζοντες ο Peter Green ήταν μουσική ιδιοφυΐα. Τραγική όμως ιδιοφυΐα…

Γεννημένος στο Λονδίνο, μέλος μιας οικογένειας της εργατικής τάξης, ο Peter Allen Greenbaum, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν το μικρότερο από τέσσερα αδέλφια του. Στα 10 του ο αδελφός του θα τού χαρίσει μια κιθάρα και ένα χρόνο αργότερα ο μικρός καταφέρνει, εντελώς μόνος του, να κάνει την κιθάρα του να…τραγουδάει. Στα 15 του έχει ήδη αλλάξει το όνομά του σε Peter Green και παίζει μπάσο και κιθάρα σε διάφορες ερασιτεχνικές μπάντες μέχρι να ενταχθεί στους κόλπους του συγκροτήματος του Peter Barden. Εκεί θα πρωτογνωρίσει τον ντράμερ Mick Fleetwood με τον οποίο θα συμπορευτεί, αργότερα, σε μια εξαιρετικά επιτυχημένη και δημιουργική περίοδο.

Λίγο καιρό πριν είχε αντικαταστήσει τον Eric Clapton στους John Mayall & the Bluesbreakers. Όταν, μήνες αργότερα, ο Clapton αποχωρεί οριστικά από τη μπάντα θα γίνει πλέον μόνιμο μέλος της. Να σημειώσουμε εδώ ότι το συγκεκριμένο συγκρότημα έχει μείνει στην ιστορία όχι τόσο λόγω των επιτυχιών του αλλά εξαιτίας του γεγονότος ότι από τους κόλπους του ξεπήδησαν κορυφαίοι μουσικοί, μεταξύ των οποίων – εκτός των δύο προαναφερόμενων – ο Mick Taylor τωνRolling StonesJach Bruce των Cream κ.α.

Το σπάνιο ταλέντο του Green έχει αρχίσει να εκδηλώνεται σε όλο του το μεγαλείο, τόσο στην κιθάρα όσο και στη σύνθεση. Είναι, λοιπόν, φυσικό να θέλει να ανοίξει τα φτερά του και να δημιουργήσει μια ολόδική του μπάντα που θα φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του. Πείθει τους πρώην συνεργάτες του John McVie και Mick Fleetwood να τον ακολουθήσουν και μαζί με τον κιθαρίστα Jeremy Spencer σχηματίζουν, το 1967, τους θρυλικούς Fleetwood Mac οι οποίοι μεσουράνησαν στην παγκόσμια μπλουζ ροκ σκηνή για χρόνια, με επιτυχίες όπως το ο πασίγνωστο «Black Magic Woman», που ηχογράφησε αργότερα και ο Santana, αλλά και τα «Albatross»«Mr Wonderful»«Oh Well» και με πωλήσεις δίσκων που ξεπερνούν τα 100 εκατομμύρια! κ.α.

Ο «Κύριος Υπέροχος», όμως, θα σαμποτάρει ο ίδιος την επιτυχία του μέσα από την εμπλοκή του και την συνακόλουθη βαριά εξάρτηση του από τα παραισθησιογόνα χάπια. Το LSD τού καταστρέφει μυαλό και ψυχή και τον ρίχνει στους σκοτεινούς δρόμους της σχιζοφρένειας, μιας ασθένειας δύσκολης εξαιτίας της οποίας θα χρειαστεί να νοσηλευθεί πολλές φορές απέχοντας τα την μουσική δράση για σχεδόν μια ολόκληρη δεκαετία. Οι αρχές του ’80 τον βρίσκουν βαθιά καταπονημένο αλλά και σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση. Η επέμβαση του αδελφού του και της νύφης του, που τον παίρνουν να ζήσει μαζί τους, θα αποδειχτεί σωτήρια για εκείνον.

Έχει πλέον στο πλευρό του ανθρώπους να τον φροντίσουν, απευθύνεται σε ειδικούς για τα προβλήματα υγείας του και σιγά σιγά καταφέρνει να ξαναβρεί τον εαυτό του. Βρίσκεται, ωστόσο, μπροστά σε μία ακόμη, εξαιρετικά δύσκολη, πρόκληση: Να ξαναθυμηθεί τη σχέση του τη μουσική και κυρίως τα στοιχεία εκείνα που έκαναν σπουδαίο κιθαρίστα και συνθέτη.

Τελικά, το θαύμα έγινε. Το λαβωμένο μυαλό του και η ταλαιπωρημένη ψυχή του κατάφεραν να αναγεννηθούν. Όπως και το ταλέντο και η δεξιοτεχνία του. Επέστρεψε στη δημιουργία, ανέβηκε και πάλι στη σκηνή και συνέχισε να μαγεύει με το λιτό αλλά τόσο αισθαντικό παίξιμό του ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν πλέον η τρανή απόδειξη πως το χάρισμα δεν χάνεται, δεν εξαφανίζεται, αντιθέτως, διαθέτει την μαγική δύναμη να μπορεί να ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του!

 

ΠΗΓΗ: Protothema.gr