Η τζαζ ξεκίνησε ως ένα μίγμα πολλών ειδών μουσικής, συνδυάζοντας στοιχεία από την Αφρική και τη Δυτική Ευρώπη. Οι ρίζες της βρίσκονται στη δεκαετία του 1880. Πιστεύεται ότι «γεννήθηκε» στη Νέα Ορλεάνη, από τους Κρεολούς, μία φυλή γαλλόφωνων και ισπανόφωνων μαύρων, με καταγωγή από τις Δυτικές Ινδίες.
Οι Κρεολοί ζούσαν στη Λουιζιάνα, κάτω από την κυριαρχία των Γάλλων και των Ισπανών έως το 1803, οπότε έγιναν αμερικανοί πολίτες κι εγκαταστάθηκαν στη Νέα Ορλεάνη. Υπερηφανεύονταν για τις κοινωνικές και πολιτιστικές τους αξίες, καθώς και για τις γνώσεις τους περί της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής. Η διαφορετικότητά τους αυτή, τους κατέτασσε σε μια ανώτερη τάξη σε σχέση με τους υπόλοιπους μαύρους κι έτσι άνοιξαν γι’ αυτούς οι πόρτες της υψηλής κοινωνίας. Στη μουσική τους σημαντικότατο ρόλο είχε η ερμηνεία, γι’ αυτό και έπαιζαν κατά κανόνα στην Όπερα και σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
Στη δυτική πλευρά της πόλης ζούσαν οι αμόρφωτοι, οι απολίτιστοι και φτωχοί Αφροαμερικανοί. Η δική τους μουσική βασιζόταν σε απλές μελωδίες και πολύπλοκους ρυθμούς, που αναμιγνύονταν με διάφορα φωνητικά. Τα τραγούδια τους είχαν συνήθως πνευματικό χαρακτήρα ή τα τραγουδούσαν για να περάσει η ώρα όταν εργάζονταν σκληρά. Είχαν παρατηρήσει ότι τους βοηθούσαν να είναι πιο παραγωγικοί.
Το 1894 μια νέα νομοθετική μεταρρύθμιση διαχωρισμού λευκών και μαύρων εκτόπισε τους Κρεολούς στη δυτική πλευρά της Νέας Ορλεάνης, μαζί με τους φτωχούς μιγάδες. Εκεί, οι δύο πολιτισμοί και τα μουσικά τους είδη ήρθαν σε σύγκρουση, αναμείχθηκαν κι έτσι δημιουργήθηκε ένα νέο είδος μουσικής, η τζαζ.
Με τον καιρό η τζαζ άλλαξε και νέες μορφές της αναπτύχθηκαν. Έως το 1900, το Ραγκτάιμ και τα Μπλουζ ήταν η νέα «τρέλα». Η Νέα Ορλεάνη φάνταζε ως η Μέκκα των νέων καλλιτεχνών και ήχων, που συμπεριλάμβαναν τα πάντα: Ραγκτάιμ, εμβατήρια, ποπ, χορευτικά και μπλουζ. Η μουσική σκορπίστηκε στον Βορρά και στη Δύση, μέσω των μεταναστών και της δισκογραφίας. Τη δεκαετία του 1920, η τζαζ έπαψε να είναι μουσική αποκλειστικά για μαύρους. Υιοθετήθηκε από τους λευκούς και επέδρασε καθοριστικά στη μουσική τους.
Στους «πατέρες» της τζαζ ήταν ο Τζο «Κινγκ» Όλιβερ, ο Λουίς Άρμστρονγκ και ο Φέρντιναντ «Τζέλι Ρολ» Μόρτον. Αυτοί έπαιζαν μ’ ένα στυλ που αργότερα έγινε γνωστό ως Ντίξιλαντ. Ο χορός έγινε η τελευταία μόδα στο τέλος της δεκαετίας του ’30, καθώς πολλοί ήταν αυτοί που χορεύοντας ήθελαν ν’ αποτινάξουν από πάνω τους την κατάθλιψη. Έτσι, η τζαζ μουσική εξελίχθηκε σ’ ένα νέο είδος χορευτικής μουσικής.
Μέχρι τη δεκαετία του ’40 είχαν αναπτυχθεί ποικίλες μορφές της τζαζ: Παραδοσιακή, Μποπ, Σουίνγκ, Ντίξιλαντ, Λάτιν Τζαζ. Το ίδιο εξακολουθεί να συμβαίνει έως σήμερα. Το πιο πρόσφατο είδος της είναι η Άσιντ Τζαζ, που γίνεται όλο και πιο δημοφιλής.