Οι The Cure είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση μπάντας κι αυτό όχι μόνο γιατί η δημοφιλία τους έχει γιγαντωθεί στην δεκαπενταετία που είχαν να κυκλοφορήσουν νέο υλικό. Χωρίς να κινούνται με όρους tour band-ξεπέτας, κατάφεραν να κρατήσουν το πιστό κοινό τους αλλά και να κερδίσουν νέο, κάνοντες συχνές μεν, πολύ φροντισμένες δε περιοδείες. Δεν είναι τυχαία η συρροή νεότερου και μεγαλύτερου κόσμου το 2019 στην Πλατεία Νερού, την τελευταία φορά δηλαδή που επισκέφτηκαν τη χώρα μας. Ούτε το γεγονός πως τόλμησαν να βάλουν “κόφτη” στις τιμές του Ticketmaster που αλλάζουν ανάλογα με τη ζήτηση των εισιτηρίων, από τους λίγους καλλιτέχνες που πήραν την πλευρά του κοινού στη μεγάλη διαμάχη που έχει ξεκινήσει για τα κόστη των συναυλιών.

Παραμένουν με λίγα λόγια ενεργοί γιατί τους αρέσει αυτό που κάνουν και το κάνουν με επιτυχία χάρη και στον σεβασμό που επιδεικνύουν απέναντι όχι μόνο στο κοινό τους αλλά και στην ίδια τους την ιστορία. Μπορεί να έχουν περάσει λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες περιόδους και να είχαν να βγάλουν αξιόλογο υλικό από τα μέσα ’90s, όμως κάθε τους προσπάθεια, ακόμα και οι πλέον εμπορικές, υπήρξαν πάντα πιστές στην αισθητική και τους προβληματισμούς τους. Ακούγαμε, λοιπόν, πολλά χρόνια γι’ αυτόν τον νέο δίσκο που θα ερχόταν, αλλά ποτέ δεν ήταν έτοιμος: κυρίως γιατί ο frontman και στιχουργός Robert Smith δεν ήθελε να βιαστεί να κυκλοφορήσει κάτι το οποίο δεν θα τον εκπροσωπούσε, μία τίμια προσέγγιση απέναντι στη δημιουργία, ειδικά από μία τόσο παραγωγική μπάντα.

Ευτυχώς που κάποια στιγμή βρέθηκε το “Alone”, το κομμάτι που άνοιξε τον δρόμο για τον δίσκο, όπως το χαρακτήρισε. Απόκοτο μερικών επίπονων χρόνων για τον Smith, στιγματισμένων από την απώλεια σε σύντομο χρονικό διάστημα των γονιών και του αδερφού του, το “Alone” επιστρέφει στα γνώριμα και ομολογουμένως κορυφαία μονοπάτια των Cure, αυτά δηλαδή τής σκοτεινής περιόδου των 80s. Σίγουρα δεν χαιρόμαστε για τις δυσκολίες που πέρασε και ελπίζουμε να μην επιστρέψει στη συναισθηματική κατάσταση εκείνης της εποχής, για την οποία έχει μιλήσει αρκετές φορές χωρίς καθόλου νοσταλγία. Όμως το νέο single, το οποίο θα αποτελέσει opener του δίσκου “Songs of a Lost World” (1/11) μπορεί να είναι θεοσκότεινο και πεσσιμιστικό όμως κρύβει και μια νηφαλιότητα απέναντι στη ζωή και το πέρασμά της, η οποία έρχεται (υποθέτω) μόνο με την ηλικία. “This is the end of every song we sing” βεβαίως, αλλά ταυτόχρονα γυρνάμε στο “σπίτι” (“Broken voiced lament to call us home”).

Βουτηγμένος στην αγωνία, ο Smith τραγουδά με μία (σχεδόν) αγέραστη φωνή στα 65 του χρόνια για όσα πέρασαν και είναι πλέον ένα όνειρο· έναν φόβο που μας είχε τραγουδήσει πολλάκις στη νεότητά του, αν και με μεγαλύτερη απαξίωση (“it doesn’t matter if we all die”, στο “One Hunder Years”. Το μισό σχεδόν κομμάτι είναι ένα μακρόσυρτο instrumental ίντρο, όπου κελαηδήσματα συναντούν τα ψυχρά, διαπεραστικά drums που λατρέψαμε στο “Pornography” του 1982, ενώ το μπάσο του Simon Gallup αντί να οδηγεί ως συνήθως το ρυθμό λειτουργεί διακοσμητικά, δίνοντας βάθος και έκταση με τις παραμορφώσεις του. Η δομή ακολουθεί περισσότερο την αισθητική και την λογική του “Disintegration” (1989), του κατά κοινή ομολογία καλύτερου δίσκου τους (προσωπικά, ρίχνω την ψήφο μου ασυζητητί στο “Pornography”).

Το σύνολο είναι σπαρακτικό, κατακλυσμικό και στο τέλος του με κάποιον τρόπο καταπραϋντικό: δεν ξέρω αν ο ίδιος το ενστερνίζεται, αλλά μετά από κάμποσε ακροάσεις του “Alone” είναι ξεκάθαρο πως αν όλοι τον ίδιο δρόμο είμαστε καταδικασμένοι να ακολουθήσουμε, τουλάχιστον στη διαδρομή έχουμε τη μουσική.

ΠΗΓΗ:athinorama.gr

Άννα Φαρδή
ΓΡΑΦΕΙ: ΑΝΝΑ ΦΑΡΔΗ