Στις 16 Σεπτεμβρίου 1925, στην μικρή πόλη Berclair του Μισισιπή γεννήθηκε o Riley King, ο οποίος, πολλά χρόνια αργότερα, θα συστηνόταν στον μουσικό κόσμο ως B.B. King. Ένα από τα πέντε παιδιά μιας φτωχής οικογένειας κολίγων, μετακόμισε μαζί με την μητέρα του στο σπίτι της γιαγιάς του, στην πόλη Kilmichael, όπου έζησε από την ηλικία των 4 χρόνων και έπειτα, μετά τον χωρισμό των γονιών του. Κατά την παιδική του ηλικία, ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με την μουσική και γνώρισε την gospel, όταν επισκεπτόταν την εκκλησία με την μητέρα και τη γιαγιά του οι οποίες ήταν βαθιά θρησκευόμενες και πήγαιναν συχνά στις λειτουργίες.
Η μεγαλύτερη έκπληξη του μικρού Riley ήταν ο ιεροκήρυκας της τοπικής ενορίας Archie Fair ο οποίος χρησιμοποιούσε την ηλεκτρική κιθάρα για να συνοδεύσει μουσικά τη χορωδία gospel, μέρος της οποίας ο ίδιος θα γινόταν πολύ σύντομα, καθοδηγούμενος από τον μεγάλο του ενθουσιασμό. Τότε ήταν που άρχισε να καλλιεργεί το ενδιαφέρον του για την κιθάρα, ενώ βρήκε μεγάλη υποστήριξη από τον ιεροκήρυκα Fair ο οποίος τον δίδαξε τις πρώτες του συγχορδίες σε αυτήν. Πέρα από την πρώτη του γνωριμία με το μουσικό όργανο το οποίο θα πρωταγωνιστούσε μετέπειτα στη ζωή του, η συμμετοχή του στη χορωδία συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και στην ανάπτυξη του δυνατού φωνητικού στυλ και του τρόπου ερμηνείας του.
Καθώς η οικογένειά του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να του αγοράσει κιθάρα, ο Riley έφτιαξε μια αυτοσχέδια κατασκευή σε μία από τις ξύλινες κολώνες της βεράντας του σπιτιού, χρησιμοποιώντας δύο καρφιά και τεντώνοντας ανάμεσά τους ένα σύρμα που λειτουργούσε σαν χορδή, αλλάζοντας δε, τη θέση ενός ξύλου που είχε τοποθετήσει κάτω από το σύρμα, διαφοροποιούσε τον παραγόμενο ήχο κατά βούληση. Ζώντας τα παιδικά του χρόνια εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του 1929 η οποία έληξε στο τέλος της επόμενης δεκαετίας, ο Riley αναγκάστηκε να δουλεύει από μικρός στις φυτείες βαμβακιού για να στηρίζει την οικογένειά του.
Όταν ήταν 12 ετών, ζήτησε από το αφεντικό του να του αγοράσει μια κιθάρα η οποία κόστιζε 15 δολάρια, όσο δηλαδή ήταν το μηνιαίο εισόδημα του King από την εργασία στο χωράφι, ένα χρέος το οποίο αποπλήρωσε μέσα στους επόμενους δύο μήνες. Ο King ήταν ένα μοναχικό παιδί που περνούσε πολύ χρόνο μόνο του με αποκλειστική του ενασχόληση την κιθάρα του κι έχοντας για συντροφιά του την μουσική των ‘Blind Lemon’ Jefferson, Blind Gary Davis, ‘Bukka’ White και Blind Boy Fuller οι οποίοι και συγκαταλέγονται μεταξύ των κυριότερων μουσικών επιρροών του.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1940, όταν πέθανε η γιαγιά του, ανέλαβε την κηδεμονία του ο πατέρας του, με τον οποίο πήγε να ζήσει στο Memphis, γεγονός που αποτέλεσε για τον έφηβο Riley, μια πρωτόγνωρη εμπειρία από πολλές οπτικές. Ήταν σίγουρα η πρώτη φορά που ζούσε σε μια πόλη με ηλεκτρισμό και εντυπωσιακή ζωή και παρότι είχε μεγαλώσει από μικρός με διακρίσεις και ρατσισμό, εκεί είδε για πρώτη φορά το μίσος που υπήρχε προς την Αφροαμερικανική κοινότητα, όταν μια μέρα είδε το νεκρό σώμα ενός απαγχονισμένου ανθρώπου της κοινότητας να κρέμεται δημόσια στην πλατεία, έξω από το δικαστήριο της πόλης. Πολύ ντροπαλός για τη ζωή στην μεγάλη πόλη και μακριά από την ύπαιθρο που είχε συνηθίσει, επέστρεψε στην Indianola ως οδηγός τρακτέρ σε μια φυτεία και αποφάσισε να φτιάξει ένα gospel συγκρότημα, ξεκινώντας παράλληλα, να ερμηνεύει διάφορα τραγούδια ως μουσικός του δρόμου.
Ένα ατύχημα με το τρακτέρ στο αγρόκτημα που δούλευε το οποίο εξόργισε το αφεντικό του, άφησε τον King χωρίς πολλές επιλογές και έτσι, ο μοναδικός του προορισμός ήταν η διάσημη οδός Beale στο Memphis προκειμένου να ακολουθήσει τα βήματα του μέντορά του και ξαδέρφου του, του διάσημου bluesman ‘Bukka’ White. Ενθουσιασμένος από τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας του θρυλικού T-Bone Walker, αποφάσισε και ο ίδιος να αλλάξει εξοπλισμό και μετακόμισε στο Memphis, την «Πρωτεύουσα της Μαύρης Μουσικής». Ακολούθησαν κάποιες ζωντανές μουσικές εμφανίσεις στο ραδιόφωνο σε γνωστές εκπομπές της εποχής και ο King ήδη είχε αρχίσει να αποκτά το δικό του κοινό. Ξεκίνησε να εργάζεται στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό WDIA ως Disk Jockey με το καλλιτεχνικό όνομα «Beale Street Blues Boy», το οποίο αργότερα μίκρυνε σε «Blues Boy», ενώ τελικά χρησιμοποίησε μόνο το ακρωνύμιο «B.B.» το οποίο συμπλήρωσε το επώνυμό του και με αυτό έγινε γνωστός.
Με δάσκαλο τον Joe Willie Wilkins, ο B.B. King ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στην τεχνική του και σύντομα διαπίστωσε ότι δεν γίνεται να «αντιγράψεις» τα μπλουζ, αλλά έπρεπε να τα ζεις. Με ηχογραφήσεις χωρίς εμπορική επιτυχία να έχουν προηγηθεί μεταξύ 1949 και 1951, ο King κατάφερε να βρεθεί στην κορυφή των αμερικανικών charts τον Σεπτέμβριο του 1951 με το single «Three O’ Clock Blues», μια διασκευή του κομματιού του Lowell Fulson (1946), η οποία θα αποτελούσε την πρώτη από πολλές επιτυχίες που θα ακολουθούσαν και θα σηματοδοτούσε την αρχή της καριέρας του B.B. King.
Στο ίδιο άλμπουμ Singin’ the Blues (1957) περιλαμβάνονταν και οι μεγάλες επιτυχίες που ακολούθησαν όπως, μεταξύ άλλων, το «Sweet Little Angel», το «You Upset Me Baby» και το «Every Day I Have the Blues», κομμάτια τα οποία συνδέθηκαν άρρηκτα με τον B.B. King. Σε μια προσπάθεια να διευρύνει το κοινό του, προς το τέλος της δεκαετίας του ’50, κυκλοφόρησε το κομμάτι «Sweet Sixteen» στο οποίο περιλαμβάνεται ένας έντονος «διάλογος» του King με την κιθάρα του, μεταξύ στίχων και μουσικής.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1969 κυκλοφόρησε το μεγαλύτερο ίσως hit του B.B. King, «The thrill is gone», μια επανεκτέλεση του κομματιού του Roy Hawkins (1951), σε ένα κομμάτι όπου η μελωδία και οι στίχοι αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά.
Μετά την τεράστια αυτή εμπορική επιτυχία, ο King άρχισε να πειραματίζεται πιο συχνά με ενορχηστρώσεις εμπνευσμένες από την pop και την rock μουσική, με το «Chains and Things» (1970) -στο οποίο τον συνοδεύει η Carole King στο ηλεκτρικό πιάνο- να αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτής της διερεύνησης νέων μουσικών μονοπατιών.
Από την πλούσια δισκογραφία δεκαετιών, ξεχωρίζουν τα live άλμπουμ του B.B. King τα οποία και θεωρούνται τα κορυφαία του, με το άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στο Regal Theater το 1964 να θεωρείται ένα από τα καλύτερά του. Ο λόγος που διαφοροποιούσε τις ηχογραφήσεις στο στούντιο από τις live εμφανίσεις του εξηγείται από το γεγονός ότι πολύ απλά μόνο σε ένα δυναμικό περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση του καλλιτέχνη με το κοινό, δύναται να αναδειχθεί πλήρως το ταλέντο, η προσωπικότητα, η θαυμάσια εκφραστικότητα και δημιουργικότητά του κατά τον αυτοσχεδιασμό, καθώς και το πάθος του και η αγάπη του για την μουσική. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, το γεγονός ότι αποκαλείτο ο «Βασιλιάς του δρόμου» με συνεχείς περιοδείες που αποτελούνταν από τριψήφιες εμφανίσεις (342 εμφανίσεις το 1965) και σε μέρη που ποικίλαν από τις φυλακές τις οποίες επισκεπτόταν συχνά μέχρι τα διασημότερα μουσικά venues και τα μεγαλύτερα στάδια του κόσμου.
Το επίπεδο της φήμης που έλαβε στην καριέρα του ο King έδωσε μια νέα κατεύθυνση στην blues μουσική σε παγκόσμιο επίπεδο και σύμφωνα με πολλούς, οφείλεται στον B.B. King το γεγονός ότι όλος ο πλανήτης γνωρίζει την blues μουσική. Έχει ειπωθεί για αυτόν ότι δεν τραγουδούσε απλώς τα μπλουζ, αλλά τα ένιωθε. Η κληρονομιά που άφησε πίσω του στις 14 Μαΐου 2015, την ημέρα που απεβίωσε ο «Βασιλιάς της μπλουζ», δεν είναι μόνο οι τεχνικές καινοτομίες όπως το χαρακτηριστικό vibrato του και το bending, ο μελωδικός περιορισμός και οι προσεκτικά δομημένες μελωδικές γραμμές και η επιρροή μιας ολόκληρης γενιάς μουσικών τόσο της rock όσο και της blues.
Η πορεία του από τις φυτείες στο Rock and Roll Hall of Fame και η μουσική του εξέλιξη μας διδάσκει πολλά περισσότερα. Οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής του έρχονταν σε αντίθεση με το στερεότυπο των bluesman, ενώ η φιλοσοφία και η προσέγγισή του στην blues με την εισαγωγή του συναισθήματος στην ίδια την μουσική είναι ίσως η μεγαλύτερη προσφορά του. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του, θεωρούσε πάντα τον εαυτό του συνηθισμένο και έτσι θα ήθελε να τον θυμούνται. Για όλο τον κόσμο, όμως, ήταν και θα είναι για πάντα ο «Βασιλιάς της blues» και κύριος εκφραστής των electric blues.
Κλείνοντας, θεωρώ ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποδοθεί ένας φόρος τιμής στην μνήμη αυτού του μεγάλου θρύλου της μουσικής είναι μέσα από το εξαιρετικό «Blues Boys Tune» -ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια- ακούγοντας την μελωδία από την αγαπημένη κιθάρα του B.B. King, «Lucille» να μας ταξιδεύει.
ΠΗΓΗ: Culturenow.gr