Ο Μπράιαν Τζόουνς, γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1942, στην πόλη Τσέλτενχαμ, στο Γκλούσεστερ, 90 μίλια δυτικά του Λονδίνου.
Ο πατέρας του Λιούις ήταν μηχανικός αεροναυπηγός που έπαιζε πολύ καλό πιάνο, ενώ και η μητέρα του Λουίζα έπαιζε πιάνο, εκκλησιαστικό όργανο και διηύθυνε τη χορωδία της τοπικής εκκλησίας. Ο μικρός Μπράιαν πέρασε όταν ήταν 4 ετών μια βρογχίτιδα που του άφησε ένα πρόβλημα άσθματος που θα το κουβαλούσε σε όλη τη σύντομη ζωή του. Παρόλα αυτά, ο Μπράιαν ήταν ένα ζωηρό παιδί, και καλός μαθητής με αξιόλογες αποδόσεις στα μαθήματά του, ενώ του άρεσε να παίζει μπάντμιντον και να κάνει καταδύσεις. Του άρεσε επίσης η μουσική και αρχικά έμαθε να παίζει κλαρινέτο, παρά το άσθμα του.
Ο Μπράιαν άκουγε κλασική μουσική, αλλά εντυπωσιάστηκε από την jazz αρχίζοντας να μαθαίνει σαξόφωνο, αλλά σύντομα στράφηκε στα blues και 2 χρόνια αργότερα, όταν έκλεισε τα 17 του χρόνια, απόκτησε την πρώτη του ακουστική κιθάρα. Την εποχή εκείνη, η σχέση του με μια συνομήλικη κοπέλα έφερε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, και η κοπέλα παρά τις παρακλήσεις του Μπράιαν να κάνει έκτρωση, ολοκλήρωσε την κύηση και έδωσε το νεογέννητο για υιοθεσία. Τότε ο Μπράιαν έφυγε ντροπιασμένος και ταξίδεψε για τη βόρεια Ευρώπη, κάνοντας δουλειές του ποδαριού και ζώντας μια μποέμικη ζωή παίζοντας κιθάρα στο δρόμο για να εξασφαλίζει το φαγητό του. Όταν τα χρήματα τέλειωσαν, ο Μπράιαν γύρισε στην Αγγλία, και έκανε αίτηση για να φοιτήσει στο Κολέγιο Τέχνης του Τσελτεναμ. Έγινε δεκτός, αλλά λίγες μέρες αργότερα το κολέγιο ανακάλεσε την απόφασή του αυτή γιατί κάποιος είχε γράψει μια επιστολή που χαρακτήριζε τον Μπράιαν έναν «ανεύθυνο δραπέτη».
Έτσι, ο Μπράιαν έφυγε για το Λονδίνο, όπου άρχισε να κάνει παρέα με μουσικούς όπως ο Αλέξις Κόρνερ, ο Πολ Τζόουνς (αργότερα τραγουδιστής των Μάνφρεντ Μαν), ο Τζακ Μπρους (αργότερα μπασίστας των Κρημ), και έπαιζαν στα διάφορα μικρά κλαμπ του Λονδίνου. Ήταν η αρχή της δεκαετίας του 1960, και Μπράιαν, είχε υιοθετήσει το καλλιτεχνικό όνομα Έλμορ Λιούις και έπαιζε σλάιντ κιθάρα. Όταν αποφάσισε να φύγει απ’ αυτή τη μουσική παρέα, τον Ιανουάριο του 1963, αντικαταστάθηκε από τον κιθαρίστα Έρικ Κλάπτον.
Οι Rolling Stones
Ο Μπράιαν συνάντησε τον Μικ Τζάγκερ και τον Κιθ Ρίτσαρντς, μετά από μια αγγελία που έβαλε σε κάποιο μουσικό περιοδικό, ψάχνοντας νέους μουσικούς για να φτιάξουν το δικό τους συγκρότημα. Άρχισαν να παίζουν κομμάτια blues που τα αγαπούσαν όλοι τους, και στην αρχή ο Μπράιαν έκανε και χρέη μάνατζερ του γκρουπ, αφού ήταν ο πιο έμπειρος. Ο Μπράιαν επίσης ονόμασε το συγκρότημα Rolling Stones, ένα όνομα που έγινε εμπορικό σήμα κατατεθέν. Το περιστατικό της ονομασίας έχει ως εξής: Μια μέρα πήρε τηλέφωνο ένας ιδιοκτήτης κλαμπ για να τους κλείσει να παίξουν στο μαγαζί του. Όταν ρώτησε πώς λέγονται για να φτιάξει μερικές αφίσες, ο Μπράιαν πανικοβλήθηκε και ρίχνοντας τυχαία το βλέμμα του στο δίσκο με τα καλύτερα τραγούδια του Μάντι Γουότερς The Best of Muddy Waters που βρισκόταν στο πάτωμα, το μάτι του έπεσε στο τραγούδι «Rollin’ Stones Blues», και έτσι έδωσε το όνομα στο συγκρότημα. Άρχισαν να παίζουν στις 12 Ιουλίου του 1962, στο Marquee Club του Λονδίνου.
Αργότερα στην παρέα προστέθηκε ο Τσάρλι Γουότς στα τύμπανα, και ο Μπιλ Ουάιμαν στο μπάσο, ο οποίος προτιμήθηκε επειδή διέθετε έναν ενισχυτή VOX AC30 και είχε πάντα τσιγάρα για να κερνάει τους υπόλοιπους.
Toν Ιούνιο του 1963, κυκλοφόρησαν το πρώτο μικρό δισκάκι τους που ήταν διασκευή του «Come On» ενός κομματιού του Τσακ Μπέρι, και στο τέλος του ίδιου χρόνου έκαναν επιτυχία το κομμάτι των Beatles “I Wanna Be Your Man”. Τον Απρίλιο του 1964, έβγαλαν τον πρώτο δίσκο με δικές τους συνθέσεις, και από τότε τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα. Ήταν η εποχή τέτοια. Η νέα μεταπολεμική γενιά των «baby boomers», απομακρυνόταν από την κουλτούρα των γονιών της, και έψαχνε να δημιουργήσει τα δικά της ινδάλματα.
Ο Μπράιαν, το 1964 γνώρισε και την Ιταλό – Γερμανίδα Ανίτα Πάλεμπεργκ, ένα μοντέλο παγκοσμίου φήμης, που είχε φιλίες με τον Άντι Γουόρχολ, και τα επόμενα χρόνια απολάμβανε την επιτυχία με τους Rolling Stones. Ο Μπράιαν, δεν ήταν τόσο σπουδαίος στο συνθετικό κομμάτι, αλλά έπαιζε πολλά όργανα, πιάνο, κιθάρα, μπάσο, αρμόνικα, σιτάρ, κρουστά, πνευστά κλπ. Είχε τέτοιο ταλέντο που αν βρισκόταν μπροστά σε ένα άγνωστο όργανο, σε μισή ώρα μπορούσε να το παίζει. Σε όλες τις αρχικές ηχογραφήσεις των Rolling Stones, όλα τα παράξενα όργανα που ακούγονται (ινδικό σιτάρ, φλογέρες, μαρίμπες, κλειδοτσέμπαλο) κάνοντας εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις συνθέσεις, είναι παιγμένα από τον ίδιο. Επίσης, καθώς ήταν πολύ όμορφος και πολύ μοντέρνος για την εποχή, αυτός φιγουράριζε για front man του συγκροτήματος, επισκιάζοντας κάπως τον Μικ Τζάγκερ.
Οι καταχρήσεις και η απόλυση από το συγκρότημα
Όμως ο Μπράιαν ήταν άνθρωπος που όλα τα έκανε στο έπακρο, και ήταν επιρρεπής στις καταχρήσεις. Χάπια, αλκοόλ και σκληρά ναρκωτικά, καταναλώνονταν σε απίστευτες ποσότητες και άρχισαν να σκιάζουν επικίνδυνα τη ζωή του. Ταυτόχρονα άρχισε χωρίς να το καταλαβαίνει να απομακρύνεται από τους υπόλοιπους στο συγκρότημα.
Το 1967, τα πράγματα ήρθαν τούμπα για τον Μπράιαν. Η Ανίτα Πάλενμπεργκ τον εγκατέλειψε, για τον Κιθ Ρίτσαρντς, ο ίδιος συνελήφθη ξανά και ξανά για ναρκωτικά, και τελικά πληγωμένος καθώς ήταν, σταδιακά απομακρύνθηκε από το γκρουπ. Τελευταία φορά έπαιξε μαζί τους το καλοκαίρι του 1968, όταν ηχογραφούσαν το «Jumping Jack Flash» για το άλμπουμ «Beggars Banquet» και εμφανίζεται στο φιλμ «One Plus One» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, όπου παίζει ακουστική κιθάρα και καπνίζει με τον Κιθ Ρίτσαρντς και τους άλλους καθώς δημιουργούν το εμφατικό «Sympathy For The Devil». Τελευταία εμφάνιση ήταν τον Δεκέμβριο του 1968, στο «The Rolling Stones Rock’ n’ Roll Circus», όπου συμμετείχαν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες όπως ο Τζον Λένον, οι Τζέθρο Ταλ, οι Ταζ Μαχάλ, ο Πιτ Τάουνσεντ, η Γιόκο Όνο, κλπ.
Το 1969, οι Rolling Stones θα κυκλοφορούσαν το άλμπουμ «Let it Bleed» και ήθελαν να κάνουν περιοδεία στις ΗΠΑ, αλλά ο Μπράιαν δεν μπορούσε να πάρει βίζα λόγω των καταδικαστικών του αποφάσεων για ναρκωτικά.
Μετά από αυτό απολύθηκε από το συγκρότημα, αποδεχόμενος μια μηνιαία αποζημίωση αρκετών χιλιάδων λιρών, που θα έπαιρνε για όσα χρόνια θα υπήρχε το συγκρότημα, και αποτραβήχτηκε στο εξοχικό του σπίτι για να ανακάμψει και να ετοιμάσει τη δική του μουσική.
Ο θάνατος και τα σενάρια
Αργά το βράδυ στις 2 Ιουλίου του 1969, ο Μπράιαν βρέθηκε πνιγμένος στον πάτο της πισίνας του σπιτιού του «Κότσφορντ Φαρμ» στο Σάσεξ. Τον βρήκε η Σουηδέζα συνοδός του, το μοντέλο Άννα Όλιν, η οποία τον έβγαλε από το νερό. Στο σπίτι βρισκόταν ο πρώην αλεξιπτωτιστής Τομ Κίλοκ που πληρωνόταν από τους Rolling Stones για να προσέχει τον Μπράιαν, η φίλη του Κίλοκ νοσοκόμα Τζάνετ Λόσον, και κάποιος Φρανκ Θόροουγκουντ που ήταν χτίστης στο επάγγελμα και έκανε κάποιες εργασίες ανακαίνισης στο σπίτι του Μπράιαν που ήταν του 16ου αιώνα. Ήταν το ίδιο σπίτι όπου ο συγγραφέας Α. Μιλν είχε εμπνευστεί τον παιδικό ήρωα «Winnie The Pooh».
Στο αίμα του Μπράιαν βρέθηκαν ουσίες και αλκοόλ, αλλά ο τρόπος που πνίγηκε ενώ ήταν πολύ καλός κολυμβητής, άφησε πολλά ερωτηματικά. Στο Λονδίνο κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες. Ήταν η εποχή του «Sympathy For The Devil» και πολλοί πίστευαν ότι η ιστορία ήταν πολύ βρώμικη και ο Μπράιαν ήταν το θύμα που τελικά «θυσιάστηκε» στον Διάβολο για την υπέρτατη επιτυχία του γκρουπ. Άλλοι, έλεγαν ότι ο Μικ Τζάγκερ επιτέλους απαλλάχθηκε από τον μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να τον επισκιάσει πάνω στη σκηνή. Όσοι ήταν καλά ενημερωμένοι, υπογράμμιζαν ότι ο Τομ Κίλοκ πριν πάει να δουλέψει για τον Μπράιαν δούλευε για τον Κιθ Ρίτσαρντς, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία και τον ξεφορτώθηκε.
Δύο μέρες αργότερα οι Rolling Stones, έδωσαν συναυλία στο Χάιντ Παρκ, στη μνήμη του Μπράιαν Τζόουνς, όπου ο Μικ Τζάγκερ διάβασε λίγους στίχους από το ποίημα «Άδωνις» του Σέλεϊ και ύστερα άρχισαν να παίζουν με τον καινούριο κιθαρίστα τους, τον 20χρονο Μικ Τέϊλορ, απελευθερώνοντας 10.000 λευκές πεταλούδες.
Πολλά χρόνια αργότερα, ο δημοσιογράφος – ερευνητής Τέρι Ρόλινς, μίλησε με τον Τομ Κίλοκ, ο οποίος είπε πως ο Φρανκ Θόροουγκουντ λίγο πριν πεθάνει άλλαξε την εκδοχή που έλεγε όλα αυτά τα χρόνια στην Αστυνομία. Ο Κίλοκ είπε ότι ο βαριά άρρωστος Θόροουγκουντ, του εξομολογήθηκε πως αυτός έπνιξε τον Μπράιαν, κρατώντας το κεφάλι του κάτω από το νερό, αλλά τον όρκισε να μην αποκαλύψει τίποτε όσο θα ήταν ζωντανός.
Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι το ποσοστό αλκοόλης στο αίμα του Μπράιαν Τζόουνς ήταν 140 μονάδες, κάτι ανεκτό για κάποιον χρόνιο πότη και εξαιρετικό κολυμβητή. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η Σκότλαντ Γιαρντ έκλεισε την έρευνα για να καλύψει τα λάθη της τοπικής Αστυνομίας. Όσο για το κίνητρο της πιθανής δολοφονίας του Μπράιαν Τζόουνς, κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το πραγματικό κίνητρο ήταν η πατρότητα του ονόματος των Rolling Stones, όνομα που κάθε γράμμα του άξιζε πραγματικά χρυσάφι.