Αν κάποτε υπήρξατε επίδοξοι κιθαρίστες, ίσως το έχετε νιώσει: από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, που το δεξιοτεχνικό παίξιμο άρχισε να κυριαρχεί στο ροκ, ήταν όλο και περισσότερα τα άφταστα ινδάλματά του. Ο Εντι βαν Αλεν, που πέθανε την Τρίτη σε ηλικία 65 ετών, νικημένος από τον καρκίνο, ανήκε βέβαια σε αυτά. Οχι όμως μόνο γιατί επανεφηύρε το παίξιμο της κιθάρας, με κομμάτια διάρκειας μόλις 102 δευτερολέπτων, όπως το «Eruption» ή γιατί εισήγαγε «νεοκλασικά» στοιχεία. Ο Bαν Αλεν θα μείνει στην ιστορία της ροκ γιατί, αν και βιρτουόζος της, δεν έπαιζε ακαδημαϊκά και φλύαρα, αλλά αξιομνημόνευτα και ουσιαστικά.

Γεννημένος στο Αμστερνταμ και μεγαλωμένος στην Πασαντίνα της Καλιφόρνιας, ο νεαρός Εντι γοητεύτηκε από κιθαρίστες όπως ο Ερικ Κλάπτον, ξεκίνησε όμως να παίζει πιάνο και ντραμς. Παραχώρησε την κιθάρα στον αδελφό του Αλεξ μέχρι που απογοητευμένοι και οι δύο άλλαξαν θέσεις. Στο πανεπιστήμιο γνωρίστηκαν με τον μπασίστα Μάικλ Αντονι και τον τραγουδιστή Ντέιβιντ Λι Ροθ, που δέχθηκαν να παίξουν σε ένα συγκρότημα βαφτισμένο από το επώνυμο των δύο αδελφών. Επειτα από εμφανίσεις σε τοπικές σκηνές, οι «βαν Αλεν» κυκλοφόρησαν το 1978 το ομώνυμο ντεμπούτο τους, που ακουγόταν τόσο παράξενο, ώστε ο Τεντ Νιούτζεντ κάποτε κατηγόρησε τον αρχηγό τους ότι χρησιμοποιεί μια μυστική συσκευή.

Η αλήθεια είναι ότι εκείνος κατασκεύαζε σχεδόν μόνος τις κιθάρες του, κατοχυρώνοντας και σχετικές πατέντες, πέραν τούτου όμως ουδέν. Στο μεταξύ, η επιτυχία συνεχιζόταν με άλμπουμ όπως «Women and children first» και «1984» (ή με την εκτέλεση ενός απαστράπτοντος σόλο στο «Beat it» του Μάικλ Τζάκσον), μέχρι που οι εντάσεις της μπάντας, οι καταχρήσεις και τα προβλήματα υγείας του Bαν Αλεν θα έφερναν το καλλιτεχνικό τέλος.

Οταν ήρθε το βιολογικό, ο Μάικ Μακρίντι των Pearl Jam, ο Τομ Μορέλο των Rage Against the Machine και ο Νίκι Σιξ των Mötley Crüe παρομοίασαν στα συλλυπητήριά τους την επίδραση του βαν Αλεν με εκείνη του Μότσαρτ. Υπερβολές, σύμφωνοι. Αν πάντως ισχύει ότι ο κλασικός συνθέτης ήταν άνθρωπος γελαστός και χιουμορίστας, τότε μια ματιά στο χαμόγελο του Bαν Αλεν κάθε φορά που έπαιζε ένα όμορφο σόλο, αρκεί ώστε η υπερβολή να γίνει λίγο πιο κατανοητή.