ΠΡΙΝ ΑΠΟ 9 ΧΡΟΝΙΑ, στις 6 Σεπτεμβρίου του 2015, συνάντησα τον τότε 29χρονο Μπρέιντι Κόρμπετ, σχετικά γνωστό ως indie ηθοποιό σε ταινίες όπως το Thirteen, το Mysterious Skin και το αγγλόφωνο Funny Games του Μίκαελ Χάνεκε, με την ευκαιρία του ντεμπούτου του με την ταινία Childhood of a Leader, μια πειραματικών διαθέσεων «ταπισερί» του ιδεολογήματος της τυραννίας, μέσα από την επινοημένη περίπτωση ενός νέου άνδρα (Ρόμπερτ Πάτινσον), αδιαμόρφωτου και ως έναν βαθμό επιρρεπή, στην πορεία του προς τη φασιστική ηγεσία – ένα συμπίλημα προσώπων, με πιθανότερο φαβορί τον αντιφατικότερο όλων, τον Μπενίτο Μουσολίνι.
Μία ερώτηση του έκανα στα 15 λεπτά της συνομιλίας μας και μία μεγάλη απάντηση μου έδωσε, με τις καίριες παρεμβάσεις της σεναριογράφου, μέντορα, συντρόφου και μητέρας της κόρης του, Νορβηγίδας κινηματογραφίστριας Μόνα Φάστβολντ. Τo βασικό του σκεπτικό ήταν πως, με έμπνευση από τη Μουσέτ, έφτιαξε ένα μπρεσονικό άδειο δοχείο πρωταγωνιστή αντί για το σαφέστερο πορτρέτο ενός συγκεκριμένου προσώπου, με μέλημα να απεικονιστεί πριν κατακλυστεί από καθορισμένες πολιτικές φιλοσοφίες.
Όπως μου είπε, προσπάθησε να δημιουργήσει μια «λειτουργία των αισθήσεων χωρίς ακαδημαϊκό χειρισμό, γιατί, αν και καταρτιζόμαστε πριν το επιχειρήσουμε και ξοδεύουμε χρόνια μελετώντας τα αρχεία, δεν είμαστε λόγιοι, δεν υπάρχει μάθημα για να διδαχθούμε γύρω από το θέμα, απλώς σκάβουμε για να ανακαλύψουμε κι εμείς στοιχεία, σε έναν επικήδειο του 20ού αιώνα ουσιαστικά. Η ιδέα ήταν να θρηνήσουμε όλοι μαζί τα θύματα όσο και τους εκπορθητές». Και συμπλήρωσε: «Όπως είχε πει κάποτε ο Χίτσκοκ, δεν χρειάζεται να γνωρίζεις τι είδους δηλητήριο χρησιμοποιώ, αρκεί να ξέρεις πως πρόκειται για δηλητήριο».
Στην εναρκτήρια σεκάνς, με την κάμερα να αιωρείται, όπως συχνά συνέβαινε στα swinging πλάνα του Childhood of a Leader, ο Λάζλο Τοθ φτάνει, ταλαιπωρημένος και ανακουφισμένος, στο Ellis Island αμέσως μετά τον πόλεμο, και το πρώτο πράγμα που αντικρίζει είναι το Άγαλμα της Ελευθερίας ανάποδα – το κάστινγκ του Έιντριεν Μπρόντι είναι μια ενδιαφέρουσα σύλληψη ελεύθερης συνέχειας του χαρακτήρα που του χάρισε το Όσκαρ, αν υποθέσουμε πως τον Πιανίστα του ευρωπαϊκού παγκόσμιου πολέμου έχει αντικαταστήσει ένας εξαιρετικά ταλαντούχος, πάλαι ποτέ επιφανής και πλέον παραγνωρισμένος Ούγγρος αρχιτέκτονας, πάντα εβραϊκής καταγωγής, που δοκιμάζει την τύχη του, και μαζί μια ευκαιρία για καλύτερη ζωή, στη Νέα Γη.
Φιλοξενείται από τον ευγενικό αλλά ανταγωνιστικό εξάδελφό του (Αλεσάντρο Νίβολα, αποκάλυψη) και μένει σε ένα υπόγειο, δουλεύοντας ωστόσο αδέσμευτα, σχεδιάζοντας έπιπλα για τη βαρετή εταιρεία του συγγενή του. Έχοντας αφήσει πίσω τη σύζυγο και την ανιψιά του, δεν διστάζει να μετακομίσει σε ένα καταφύγιο απόρων, όταν ζορίζεται από τις περιστάσεις και κυρίως, αφού βρίσκει τον μπελά του μετά από μια σημαντική, εν λευκώ ανάθεση ανακαίνισης της βιβλιοθήκης ενός πάμπλουτου επιχειρηματία (ο καταπληκτικός Γκάι Πιρς) με παρότρυνση του απερίσκεπτου, μισάνθρωπου γιου του (ταμένος στην ενσάρκωση ευειδών καθαρμάτων ο Τζο Άλγουιν), που ήθελε να κάνει έκπληξη στον ανύποπτο πατέρα.
Ο Τοθ δουλεύει σε οικοδομές, όταν η τύχη του φαίνεται να αλλάζει: με εντελώς διαφορετική συμπεριφορά, ο εν λόγω επιχειρηματίας τον προσεγγίζει απολογούμενος για την αδικαιολόγητη οργή του, του εκμυστηρεύεται πως ο σχεδιασμός του ησυχαστηρίου του, ενός προτύπου μοντερνισμού με καθαρές γραμμές και ιδιοφυή χρήση του χώρου, απέσπασε εγκώμια από τον κύκλο του, τον αποζημιώνει αφού του προσφέρει δυσεύρετες φωτογραφίες από σπίτια που έχτισε στη Βουδαπέστη (χαρακτηριστικά δείγματα Bauhaus, απεχθή προς την αισθητική των ναζί, χειρονομία που συγκινεί βαθιά τον Τοθ και το πληγωμένο Εγώ του) και κολακεύοντάς τον του προτείνει, στη μνήμη της μητέρας που υπεραγαπούσε, να κατασκευάσει ένα τεράστιο κοινοτικό κέντρο, ως φόρο τιμής στην αβανγκάρντ της αρχιτεκτονικής που ο Τοθ υπηρετεί, για να χαρεί όλος ο κόσμος και να αναδειχθεί το ταλέντο του.
Το εγχείρημα δεν θα είναι απλό, ο όγκος είναι τεράστιος, τα έξοδα θέτουν αντικειμενικά και προσωπικά εμπόδια, παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, και όλοι γνωρίζουμε πως ο γάμος της τέχνης με το χρήμα, από τον Αϊζενστάιν με το Χόλιγουντ ως τον Ριβέρα με τον Ροκφέλερ, είναι ένας δρόμος στρωμένος με αγκάθια, σπάνια ως ποτέ ρόδινος, και συνήθως δραματικός στα όρια της καταστροφής και της καλλιτεχνικής ταπείνωσης.
Και αυτό είναι το πρώτο μισό ενός φιλμ, και όχι ακριβώς ταινίας, καθώς γυρίστηκε σε VistaVision και χρειάστηκαν χρόνια για να ολοκληρωθεί, 275 λεπτών, που στο Φεστιβάλ Βενετίας είδαμε σε δυο μέρη, με διάλειμμα 15 λεπτών να τα χωρίζει – ο Κόρμπετ συχνά επικαλέστηκε το όραμα έναντι της διάρκειας και την αξιοπρέπεια μπροστά στον όποιο συμβιβασμό. Η συνέχεια της ιστορίας είναι γεμάτη ανατροπές και εξελίξεις, με αποκορύφωμα μια αξέχαστη σκηνή στα λατομεία της Καράρα, εκεί όπου ο αρχοντικός και επιτηδευμένος Βαν Μπιούρεν, αφεντικό από τζάκι και μάλιστα με ψαρωτικά προεδρικό επώνυμο, πήγε με τον Τοθ για να διαλέξουν τα μάρμαρα του οικοδομήματος.
Σε ένα κινηματογραφικό χρονικό εξουσίας, καταστολής, επιβίωσης, αλλοτρίωσης και αναζήτησης ταυτότητας (εθνοτικής και καλλιτεχνικής) όπου το στυλ είναι ο στόχος, γίνεται σαφές ότι ο Μπρέιντι Κόρμπετ μιλάει για τον εαυτό του, και ταυτόχρονα εκ μέρους όλων των κινηματογραφιστών που μορφοποιούν το περιεχόμενο μέσα από τον φορμαλισμό της επιλογής τους, σε μια παραβολή για τις δυνατότητες του κινηματογράφου ως «ολιστικού» μέσου έκφρασης και τα πάθη της τέχνης, με επίκεντρο τον 20ό αιώνα.
Όπως στο Childhood of a Leader και το Vox Lux η εκπαίδευση ενός νέου με προσόντα τυράννου και οι πολλαπλές και τραγικές συνέπειες της φήμης, αντίστοιχα, έτσι και η πεισματικά ασυμβίβαστη οδύσσεια ενός αδίκως και παραδόξως λησμονημένου αρχιτέκτονα στο Brutalist σηματοδοτεί έναν ακόμη μεγάλο σταθμό του προηγούμενου αιώνα, την ιστορία ενός ανθρώπου που απασχολεί με το έργο του, κλυδωνίζεται μεταξύ της οραματικής φιλοδοξίας και της πλήρους καταστροφής και αντηχεί ως τις μέρες μας.
Με οδηγούς τον πλήρως αφοσιωμένο Έιντριαν Μπρόντι ως Τοθ, τον γεμάτο αυτοπεποίθηση, σπασμένο, ταπεινό, ανθεκτικό οικοδόμο μιας υψιπετούς ελπίδας (μας έκανε να ψάξουμε αν όντως υπήρξε, όπως και πρόπερσι η περίπτωση της Λίντια Ταρ της Κέιτ Μπλάνσετ, και η απάντηση είναι αρνητική) και τον master της αυταρχικής σαγήνης με το ανίατο οιδιπόδειο και τη θεατρινίστικη άρθρωση Γκάι Πιρς, το The Brutalist σίγουρα δεν αποτελεί απλώς το πορτρέτο μιας πολύπαθης ιδιοφυΐας, και, μετατοπίζοντας έντεχνα την υποκειμενικότητα της αφήγησης από το ανυπότακτο πνεύμα του πρωταγωνιστή σε όσους προσπαθούν να τον αφυπνίσουν και να τον κάμψουν, αποφεύγει τη συνταγή του τυπικού ιστορικού έπους με τη μανιχαϊστική συνδιαλλαγή του θυματοποιημένου καλλιτέχνη με τον διαβολικό αφέντη του.
Υποβάλλοντας με την έξοχη κινηματογράφηση, την κρουστή και τζαζ μουσική υπόκρουση του Ντάνιελ Μπλάμπεργκ (ελλείψει του σπουδαίου συνεργάτη του σκηνοθέτη, Σκοτ Γουόκερ, που απεβίωσε πρόσφατα και στη μνήμη του αφιερώνεται η ταινία) και την ασυνήθιστη μείξη της αυξομειούμενης κλίμακας και του απροσδόκητα σαρδόνιου χιούμορ (όποτε η ακραία ανέχεια συνυπάρχει με το γελοίον της φαυλότητας), η έγερση ενός εξιδανικευμένου, σχεδόν άπιαστου μνημείου πέρα από τα σύνορα ενός κόσμου που συνεχώς γκρεμίζεται από τα ίδια χέρια τα οποία προσλαμβάνουν τα σπουδαία μυαλά που υπέφεραν από την απληστία τους είναι στοχαστική πρόταση, ενδιαφέρουσα συζήτηση και συγκινητική κατάθεση ενός ρομαντικού σκηνοθέτη που αδιαλείπτως, ακόμη κι όταν υπερβάλλει, εμποτίζει με ποίηση την αιτιοκρατία.
«Το να πουλήσεις την ψυχή σου είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Αν σου ζητούσα όμως να την κρατήσεις, θα ήσουν σε θέση να καταλάβεις πόσο πιο δύσκολο είναι;», είναι μια από τις κρίσιμες ερωτήσεις στο σύμπαν του μυθιστορήματος Fountainhead της Άιν Ραντ, εκεί όπου ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να υποδεχθεί το επίσης αμφιλεγόμενο έργο του Χάουαρντ Ρορκ. Περισσότερες απαντήσεις στον Brutalist, και όχι στο Megalopolis του Φράνσις Φορντ Κόπολα…