Η ζωή που είχες είναι ένα τίποτα. Μόνο η ζωή που έχεις τώρα έχει σημασία». Μούσα των οραματιστών σκηνοθετών, ηγερία του σινεμά τέχνης, ασταμάτητη στην εξερεύνησή της για την ανθρώπινη αλήθεια, η Ζαν Μορό ζούσε με έμπνευση και ενέργεια για το παρόν, απεχθανόταν τις μελό αναδρομές στο παρελθόν, τις γενικές ερωτήσεις, την ανοησία γενικώς. Τα τελευταία χρόνια κάναμε το λάθος να προσπερνάμε την grande dame του γαλλικού σινεμά, από το κορυφαίο κουαρτέτο των Ντενέβ-Ατζανί-Ιπέρ-Μπινός. Ωστόσο, η Μορό ήταν η πρώτη που άνοιξε τους ορίζοντές της πέρα από τη στενή γαλλικότητα του Νέου Κύματος που την ανέδειξε κι έδωσε το παράδειγμα στους επόμενους − πολλές φορές αναρωτήθηκε πώς θα εξελισσόταν η καριέρα της αν μετακόμιζε λίγο βορειότερα από το Εξάγωνου, ακολουθώντας την αγγλική της πλευρά (η μητέρα της ήταν Βρετανίδα, χορεύτρια, από το Lancashire).
Η πενταετία 1958-1963 ήταν καθοριστική για τη Μορό και μία από τις εντυπωσιακότερες σε ποιοτική συγκομιδή για οποιονδήποτε ηθοποιό στην ιστορία του κινηματογράφου. Έπαιξε στις δύο καλύτερες ταινίες του πρώιμου Λουί Μαλ, στο «Ασανσέρ για δολοφόνους» και στους «Εραστές», τη Ζιλιέτ ντε Μερτέιγ στις «Επικίνδυνες Σχέσεις» του Ροζέ Βαντίμ, την ασταθή, φονική Αν στο «Moderato Cantabile» του Πίτερ Μπρουκ, που της χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών –το μοιράστηκε με τη Μελίνα Μερκούρη για το «Ποτέ την Κυριακή»−, τη Λίντια στη «Νύχτα» του Αντονιόνι, την Κατρίν στο «Ζιλ και Τζιμ» του Τριφό, την υπέροχη Εύα του Τζόζεφ Λόουζι, την Τζάκι Ντεμέτρ στο «Baie des Anges» του Ζακ Ντεμί αλλά και την αξέχαστη Σελεστίν, έναν από τους καλύτερους ρόλους της, στο κλασικό «Ημερολόγιο μιας καμαριέρας» του Μπουνιουέλ.
Ταυτόχρονα, πρόλαβε να δοκιμαστεί σε χολιγουντιανές παραγωγές, όπως το «Train» του Τζον Φρανκενχάιμερ και οι «Νικητές» του Καρλ Φόρμαν, αλλά και στη «Δίκη» του Όρσον Ουέλς, που της είχε αδυναμία, και αργότερα ξανασυνεργάστηκε μαζί της στις «Καμπάνες του Μεσονυχτίου».
Μυθικές ταινίες, ζαλιστικός απολογισμός για μια πορεία που δεν κόπασε αλλά επεκτάθηκε από μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις, όπως αυτή στην «Αικατερίνη τη Μεγάλη» του Γκόρντον Φλέμινγκ, μέχρι το διασκεδαστικό «Βίβα Μαρία» με την Μπριζίτ Μπαρντό (ακόμη πιο αστείο ήταν που αμέσως μετά τους «Εραστές» ο γαλλικός Τύπος έσπευσε να τη βαφτίσει νέα Μπεμπέ!) αλλά και τον «Καβγατζή» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Φυσικά, κράτησε τον κεντρικό ρόλο στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου και φημολογείται ότι εκείνη ήταν που «καθάρισε» τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών έδωσε τον Χρυσό Φοίνικα στο «Underground» του Κουστουρίτσα και όχι στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Έλληνα σκηνοθέτη.
Ίσως ο καλύτερος ρόλος της την τελευταία περίοδο της μεστής καριέρας της ήταν της Μαργκερίτ Ντιράς (συγγραφέως του «Moderato Cantabile) στο πολύ ενδιαφέρον και παραγνωρισμένο «Cet amour-la» του Ζοζέ Νταγιάν. Αν κάποιος επιμένει να αναγνώσει την ψυχή της Ζαν Μορό, πέρα από τους πολυσχιδείς χαρακτήρες που υποδύθηκε, αρκεί να θυμηθεί δύο από τις βραχνές απαντήσεις της: «Ο πιο όμορφος άνθρωπος που έχω γνωρίσει; Κανένας διάσημος, σίγουρα. Απλοί άνθρωποι, μερικά παιδιά που γνώρισα ήταν όμορφα. Όχι όλα φυσικά. Κάποια ήταν χυδαία, ηλίθια, φριχτά». Και προς επίρρωση της απέχθειάς της για το φτηνό, γρήγορο συναίσθημα: «Ναι, όταν ήμουν ερωτευμένη, τη βίωσα την εμπειρία. Γιατί να αντισταθώ; Αλλά είναι σαν κολόνια. Δεν κρατάει».